Κυριακή 30 Οκτωβρίου 2011

ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΦΟΒΙΑ

Το κάτωθι άρθρο δημοσιεύτηκε πριν απο μερικά χρόνια. Θεωρώ όμως οτι η σημασία του ειναι διαχρονική και είναι ιδιαιτέρως επίκαιρο αυτές τις δύσκολες μέρες.

Ιδού λοιπόν...

ΔΗΜΟΣΙΕΥΤΗΚΕ ΣΤΟ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ «ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΗ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑ»,  ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ  2006
                            ΕΓΚΛΗΜΑΤΟΦΟΒΙΑ & ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ:      
                                     ΜΥΘΟΙ ΚΑΙ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ
                               Του Κωνσταντίνου Δούβλη, Εγκληματολόγου

«Λογική ή παράλογη κατάσταση πανικού ή εγρήγορσης προκληθείσα από την πίστη πως κάποιος κινδυνεύει να γίνει θύμα εγκληματικής συμπεριφοράς».

Ορισμός της εγκληματοφοβίας από το Λεξικό Εγκληματολογίας Sage.(4)

Με αφορμή την προσφάτως δημοσιευθείσα έρευνα της VPRC για λογαριασμό της «ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ» (20/11/2005), το παρόν άρθρο επιχειρεί μια σύντομη ανάλυση των αιτίων της λεγόμενης «εγκληματοφοβίας», η  ύπαρξη της οποίας αποτελεί τον πυρήνα της έρευνας. Αναλύεται επίσης η επιθυμία των πολιτών για μεγαλύτερη εμφανή  παρουσία της Αστυνομίας στην περιοχή τους ως μέσο αποτροπής τέλεσης παραβατικών πράξεων.

Κατ αρχάς, ας κάνουμε τον διαχωρισμό μεταξύ εγκληματικότητας και εγκληματοφοβίας. Η πρώτη στηρίζεται σε στατιστικά στοιχεία και αποτυπώνει την τέλεση ποινικώς κολάσιμων πράξεων, δίνοντας μια σαφή εικόνα για την κατάσταση που επικρατεί σε μια συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή. Η δεύτερη αναφέρεται στο αίσθημα που αποκομίζουν οι πολίτες σχετικά με το πόσο ασφαλείς είναι και στο πόσο πιθανό θεωρούν να πέσουν θύμα εγκληματικών πράξεων. Γεγονός είναι πως οι δυο αυτές παράμετροι δε συνδέονται άμεσα μεταξύ τους. Η χώρα μας αποτελεί κλασσικό παράδειγμα, καθ ότι αν και μια από τις ασφαλέστερες σύμφωνα με όλους τους επίσημους δείκτες, κατακλύζεται καθημερινά από παράπονα πολιτών σχετικά με τον φόβο θυματοποίησης. Οι αιτίες αυτού του παράδοξου είναι λίγο-πολύ γνωστές και μπορούν εν πολλοίς να αποδοθούν στις υπερβολές των ΜΜΕ που διογκώνουν διάφορα περιστατικά προς χάριν της υψηλής τηλεθέασης. Το πρόβλημα είναι όμως πως εγκληματικότητα και εγκληματοφοβία, αν και άσχετα μεταξύ τους φαινόμενα, μπορεί να έχουν το ίδιο ακριβώς αποτέλεσμα. Αν ένας πολίτης, παρ ότι στην ουσία ΕΙΝΑΙ, δεν ΑΙΣΘΑΝΕΤΑΙ ασφαλής πως θα αντιδράσει? Κατά πάσα πιθανότητα ο φόβος θα τον αποτρέψει απ το να κινείται, να εργάζεται, να διασκεδάζει. Δηλαδή θα ενεργήσει όπως θα ενεργούσε αν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ κινδύνευε! Έτσι, θα συμμετέχει όλο και λιγότερο στα κοινωνικά δρώμενα και ίσως ακόμα, δια του περιορισμού των δραστηριοτήτων του, δημιουργήσει εγκληματικότητα δίνοντας περισσότερο «ζωτικό χώρο» σε κακοποιά στοιχεία.

Ας επιστρέψουμε όμως στην έρευνα. Με γενικές ερωτήσεις προσπαθεί να μετρήσει πόσο «ασφαλείς» αισθάνονται οι πολίτες στη γειτονιά τους κατά τη διάρκεια της ημέρας, της νύχτας και κατά πόσο πιστεύουν πως είναι πιθανό κάποιος να τους κλέψει στον δρόμο ή να εισβάλει  στο σπίτι τους. Παρ ότι οι απαντήσεις που δίνονται στα ερωτήματα αναδεικνύουν ένα μάλλον διάχυτο πνεύμα ανασφάλειας, η γενική φύση των ερωτήσεων δεν δίνει την δυνατότητα στον αναγνώστη να αντιληφθεί αν και κατά πόσον ο πολίτης φοβάται πως θα πέσει θύμα της λεγόμενης «βαριάς» εγκληματικότητας ή λιγότερο σοβαρών αδικημάτων.


 Η εγκληματοφοβία, όπως προαναφέρθηκε, είναι σίγουρα η συνισταμένη δυο παραγόντων, της σοβαρότητας του εγκλήματος καθώς και της πιθανότητας να συμβεί αυτό σε κάποιον από εμάς. Τα επίπεδα του φόβου καθορίζονται από την αντίληψη που έχουμε περί εγκλήματος, από τις πληροφορίες που έχουμε γι αυτό, από το ρίσκο που παίρνουμε στην καθημερινότητα μας καθώς και από τις εναλλακτικές λύσεις που έχουμε ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτό που ίσως μας συμβεί. Χαρακτηριστική είναι η μελέτη των Εγκληματολόγων Mark Warr & Mark Stafford (1). Αναλύοντας στοιχεία από μια έρευνα του 1981 στο Σιάτλ των ΗΠΑ διαπίστωσαν τα εξής: Όταν ζήτησαν από τους συμμετέχοντες να αξιολογήσουν τα εγκλήματα σε σχέση με την σοβαρότητα τους καθώς και με την πιθανότητα που έχουν να συμβούν, παρατηρήθηκε πως ναι μεν –όπως αναμένετο- εγκλήματα όπως η ανθρωποκτονία ήταν ψηλά στην λίστα της σοβαρότητας όμως οι περισσότεροι ανησυχούν για ήσσονος σημασίας παραβάσεις όπως η ρίψη μπαζών. Γιατί συμβαίνει αυτό? Μα απλούστατα διότι γνωρίζουν πως η δεύτερη περίπτωση , παρ ότι μικρότερης σημασίας, έχει σαφώς περισσότερες πιθανότητες να συμβεί. Οδηγούμαστε λοιπόν στο συμπέρασμα πως αν οι διωκτικές αρχές στρέψουν την προσοχή τους σε ίσως λιγότερο σοβαρά, αλλά πιθανότερα να συμβούν, εγκλήματα όπως οι κλοπές οικιών θα συμβάλλουν περισσότερο στην μείωση του σχετιζόμενου με την εγκληματικότητα φόβου. (65% των ερωτηθέντων στην έρευνα της VPRC φοβούνται πως κάποιος θα προσπαθήσει μέσα στους επόμενους 12 μήνες να εισβάλει στο σπίτι τους.)

Περιπολίες: Είναι όντως πανάκεια?

Ο μέσος πολίτης λοιπόν ζητά περισσότερη αστυνόμευση και κυρίως την εμφανή παρουσία της αστυνομίας στη γειτονιά του. Τι το φυσιολογικότερον. Είναι όμως αυτός ο ενδεδειγμένος τρόπος για την μείωση της εγκληματικότητας? Υπάρχει κάποιο επιστημονικό στοιχείο που να υποστηρίζει αυτή τη λαϊκή απαίτηση?

Ας αρχίσουμε παραθέτοντας τις τρεις βασικές λειτουργίες των περιπολιών: Η πρώτη είναι η λεγόμενη «αποτρεπτική» λειτουργία, βασιζόμενη στην θεωρία πως η παρουσία αστυνομικού αποτρέπει την τέλεση εγκληματικών πράξεων. Η δεύτερη είναι η ενίσχυση του λαϊκού αισθήματος ασφάλειας, δηλαδή η μείωση της εγκληματοφοβίας και η  τρίτη είναι πως δια της παρουσίας τους οι αστυνομικοί είναι διαθέσιμοι στις κλήσεις των πολιτών.

Ο εγκληματολόγος O.W. Wilson, αυθεντία σε ζητήματα αστυνόμευσης, ισχυρίζεται πως οι περιπολίες έχουν ως σκοπό να δημιουργήσουν την αίσθηση πως η αστυνομία είναι «πανταχού παρούσα» και να εξαλείψουν κάθε σκέψη για τέλεση εγκληματικών πράξεων. Η δεύτερη λειτουργία σκοπό έχει να «διαβεβαιώσει τους  νομιμόφρονες πολίτες πως προστατεύονται από το έγκλημα»,  ισχυρίζεται ο Samuel Walker , ένας απ τους πλέον γνωστούς ειδικούς σε θέματα αστυνόμευσης. Συνεχίζει διατυπώνοντας την άποψη πως «οι περισσότεροι πολίτες πιστεύουν πως οι περιπολίες αποτρέπουν την τέλεση εγκλημάτων. Όταν τους ζητείται να προτείνουν ιδέες για την βελτίωση της Αστυνόμευσης, οι περισσότεροι πολίτες ζητούν περισσότερους

αστυνομικούς και περιπολίες στη γειτονιά τους».(2) Αυτή η ρήση επιβεβαιώνεται και από την έρευνα της VPRC όπου το 84% των ερωτηθέντων πιστεύει πως η εγκληματικότητα θα αντιμετωπισθεί αποτελεσματικότερα με την αύξηση των περιπολιών στους δρόμους. Είναι όμως αυτή η πραγματικότητα?

Το 1973 έλαβε χώρα η πρώτη αξιόπιστη μελέτη αποτελεσματικότητας περιπολιών, πιο γνωστή ως «The Kansas Preventive Patrol Experiment” . Η έρευνα μέτρησε τον αντίκτυπο διαφορετικών επιπέδων περιπολιών στους ακόλουθους παράγοντες 1. εγκληματική δραστηριότητα, 2. λαϊκές εντυπώσεις και συμπεριφορές και 3. συμπεριφορά αστυνομικών και πρακτικές αστυνομικού Σώματος. Τα αποτελέσματα παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον, καθ ότι καταρρίπτουν αρκετούς μύθους σχετικά με τις περιπολίες:

Η έρευνα έδειξε πως διακυμάνσεις στα επίπεδα περιπολιών δεν είχαν καμία σοβαρή επίπτωση ούτε στην εγκληματική δραστηριότητα, ούτε στο αίσθημα ασφάλειας των πολιτών.  Σε αντίθεση λοιπόν με την λαϊκή άποψη, παρατηρούμε πως η τέλεση περισσότερων αριθμητικά περιπολιών δεν οδηγεί σε μείωση της εγκληματικότητας. Μείωση επίσης των περιπολιών δεν οδηγεί, όπως πολλοί θα ανέμεναν, σε «κύμα» εγκληματικότητας. Τα αποτελέσματα αυτά που κλόνισαν διάφορους «λαϊκούς μύθους» σχετικά με την αστυνόμευση ήταν φυσικό να προκαλέσουν εντύπωση και να οδηγήσουν στο προφανές ερώτημα, «γιατί»?

Διάφοροι λόγοι συντελούν στο παραπάνω φαινομενικά παράδοξο συμπέρασμα. Ας αναφέρουμε τους πιο βασικούς. Πρώτα από όλα, οι περιπολίες αριθμητικά είναι τόσο περιορισμένες και η παρουσία αστυνομιών τόσο αραιή, που ακόμα και ο διπλασιασμός της παρουσίας τους δεν πρόκειται να έχει σοβαρά αποτελέσματα. Ένας άλλος, ακόμα σοβαρότερος λόγος είναι πως πολλά αδικήματα λαμβάνουν χώρα σε κλειστούς, εσωτερικούς χώρους όπου βεβαίως η παρουσία περιπολιών είναι ανύπαρκτη. Όπως αναφέρει ο Samuel Walker, 33,7% των ερωτικών εγκλημάτων βίας συμβαίνουν σε οικίες. Επίσης, περίπου 60% των ανθρωποκτονιών γίνονται μεταξύ γνωστών  και σε αυτές τις περιπτώσεις οι θύτες δεν υπολογίζουν το ενδεχόμενο ρίσκο ή την τιμωρία και βεβαίως δε δίνουν καμία σημασία στο αν και κατά πόσον περιπολείται η περιοχή.

Μια ακόμα εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσέγγιση, αφορά μια ψευδαίσθηση που δημιουργείται στους πολίτες σχετικά με την παρουσία της αστυνομίας, ονομαζόμενη από τους Εγκληματολόγους «Στιγμιαία αποτροπή» (residual detterence) ή επί το λαϊκότερον, φαινόμενο «φαντασμάτων». (phantom effect). Ο όρος ανήκει στον εγκληματολόγο Lawrence Sherman και βασίζεται στη λογική πως οι πολίτες πιστεύουν πως η αστυνομία είναι παρούσα ακόμα και όταν δεν περιπολεί, λόγω του ότι είδαν αστυνομικούς κάποια στιγμή νωρίτερα (πχ. την προηγούμενη μέρα στο ίδιο ή διαφορετικό μέρος) Η παρουσία των αστυνομικών λοιπόν εντυπώνεται στην συνείδησή τους και, λόγω του ότι δε γνωρίζουν τα όρια και τις ακριβείς περιοχές αστυνόμευσης, παραμένουν με την εντύπωση της αστυνομικής παρουσίας.


Εν ολίγοις, η παραδοσιακή προσέγγιση στην αστυνόμευση, που έχει δημιουργήσει έναν λαϊκό μύθο, υπερεκτιμά το ποσοστό των εγκλημάτων τα οποία αποτρέπονται από τις περιπολίες και γενικότερα από την παρουσία της αστυνομίας.

Το πείραμα αυτό οδήγησε στην τέλεση άλλων που αυτή τη φορά προσπάθησαν  να προσεγγίσουν το θέμα των πεζών περιπολιών όπως το Newark foot patrol experiment. Σε ότι αφορά την εγκληματικότητα, τα αποτελέσματα ήταν ίδια με το πείραμα του Kansas. Καμία σημαντική μείωση στην λεγόμενη «βαριά» εγκληματικότητα. Η ενδιαφέρουσα πτυχή του πειράματος όμως αφορά την συμπεριφορά των πολιτών. Οι πολίτες λόγω της άμεσης οπτικής επαφής με τους πεζούς αστυνομικούς καταλάβαιναν τη διαφορά στα επίπεδα πεζών περιπολιών και όσοι είχαν αυξημένη παρουσία αστυνομικών είδαν βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης τους.

Τα αποτελέσματα αυτά επαληθεύτηκαν από ένα ακόμα σημαντικό πείραμα που έλαβε χώρα στην πόλη Φλιντ, στην Πολιτεία του Μίσιγκαν. (The Flint foot patrol experiment) Ο σκοπός του πειράματος ήταν ο ίδιος, να διαπιστωθεί δηλαδή αν και κατά πόσο οι πεζές περιπολίες ενισχύουν το αίσθημα ασφάλειας των πολιτών. Μετά τον τρίτο χρόνο του πειράματος « περίπου 70% των ερωτηθέντων πολιτών δήλωσαν πως αισθάνονται πιο ασφαλείς ως αποτέλεσμα των πεζών περιπολιών.» (3)

Αφού λοιπόν οι αυξημένες περιπολίες δεν αρκούν ως μέτρο πρόληψης παραβατικών συμπεριφορών , ποια είναι η ενδεδειγμένη λύση?

Μπορεί οι περιπολίες και η ποσοτική αύξησή τους να μην αποδίδουν τα προσδοκώμενα, όμως η ποιοτική αναβάθμιση τους έχει συμβάλει στην μείωση και της εγκληματικότητας και της εγκληματοφοβίας.
Εν συντομία, παρατίθενται οι πιο αποτελεσματικές μέθοδοι προς αυτή τη κατεύθυνση που έχουν υιοθετηθεί στις ΗΠΑ:

  1. Ιεραρχική ανταπόκριση στις κλήσεις πολιτών.

‘Ένας ακόμα μύθος σχετικά με την αστυνόμευση αφορά τον χρόνο που απαιτείται για την ανταπόκριση της αστυνομίας στις κλήσεις των πολιτών. Κατά το πρόσφατο παρελθόν – ίσως ακόμα και σήμερα σε ορισμένες περιπτώσεις- αποτελούσε σημαντικό στοιχείο αξιολόγησης της απόδοσης και της παραγωγικότητας των Αστυνομικών υπηρεσιών. Δυστυχώς μια τέτοια προσέγγιση  στερείται βάσεως και θα εξηγηθεί αμέσως το γιατί.

Η ταχύτατη ανταπόκριση στις κλήσεις των πολιτών εκτός από ουτοπική, είναι ουσιαστικά ανούσια ή ακόμα και προβληματική σε ορισμένες περιπτώσεις. Σκεφθείτε το ακόλουθο παράδειγμα: Το τηλεφωνικό κέντρο της Αμέσου Δράσεως δέχεται μια κλήση  στις 07.00 για μια διάρρηξη που έλαβε χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είναι άραγε απαραίτητο να σπεύσει το περιπολικό μέσα σε ελάχιστο χρόνο?



Το αδίκημα έχει συμβεί προ πολλών ωρών, οι δράστες έχουν εξαφανιστεί  προ πολλού και το

μόνο που θα κάνει το πλήρωμα του περιπολικού είναι να καταγράψει το συμβάν.  Αυτή λοιπόν η καταγραφή μπορεί να γίνει λίγο αργότερα και το
πλήρωμα του περιπολικού να ασχοληθεί κατά προτεραιότητα με άλλα περιστατικά όπου ίσως η παρουσία του  είναι περισσότερο απαραίτητη.

Σημαντική παράμετρος εδώ είναι η πληροφόρηση των πολιτών από το τηλεφωνικό κέντρο σχετικά με τον χρόνο που θα απαιτηθεί. Έρευνες έχουν αποδείξει πως η ικανοποίηση των πολιτών  ήταν άμεσα συνδεδεμένη με το « αν ο  καλών πληροφορήθηκε πως ίσως καθυστερήσει η ανταπόκριση της αστυνομίας». (2)

  1. Χαρτογράφηση του εγκλήματος

Η τεχνική της χαρτογράφησης της εγκληματικότητας είναι μια νέα τάση στην σύγχρονη Εγκληματολογία.  Μέσω της αποτύπωσης σε χάρτη των περιοχών που μαστίζονται περισσότερο από συγκεκριμένες μορφές παραβατικής συμπεριφοράς, μπορούν οι περιπολίες να επικεντρωθούν σε αυτές, απαλλαγμένες βεβαίως από τα συνήθη καθήκοντά τους. Η λεγόμενη «στοχευμένη περιπολία» έχει συνήθως εντολές να αναζητά συγκεκριμένους τύπους υπόπτων ή συγκεκριμένους τύπους εγκλημάτων με βάση τα στοιχεία που έχουν αναδειχθεί μέσω της προαναφερθείσας χαρτογράφησης.

3. Προγράμματα τύπου community policing


Ο θεσμός της «κοινοτικής αστυνόμευσης» - «Αστυνομικός της γειτονιάς στην Ελλάδα-  βασίζεται στην πολύ απλή αρχή πως μια βελτίωση στις σχέσεις αστυνομικών-πολιτών οδηγεί στην αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών, σε καλύτερη συνεργασία και λογικά σε ποιοτικότερη αστυνόμευση. Το θέμα της κοινοτικής αστυνόμευσης έχει γίνει αντικείμενο εκτεταμένης μελέτης στο εξωτερικό (κυρίως στις ΗΠΑ και στο Ηνωμένο Βασίλειο) αλλά και στην Ελλάδα με μελέτες εκλεκτών συναδέλφων. Στο παρόν άρθρο θα περιοριστούμε στην εφαρμογή του στις περιπολίες και στην μείωση της εγκληματοφοβίας.
Πολλά προγράμματα που αποσκοπούσαν στην μείωση της εγκληματοφοβίας στις ΗΠΑ συμπεριλάμβαναν άμεση και προσωπική επαφή αστυνομικών και πολιτών. Στο Χιούστον του Τέξας, επί παραδείγματι, το πλήρωμα των περιπολικών είχε διαταχθεί να βγαίνει από τα οχήματα και να έχει ολιγόλεπτες συναντήσεις γνωριμίας με τους πολίτες. Στην αποτίμηση του προγράμματος μετά την παρέλευση 3 ετών, αποδείχθηκε πως αυτές οι συναντήσεις γνωριμίας «οδήγησαν σε μικρότερη εγκληματοφοβία, αίσθηση μείωσης της διατάραξης της τάξης και σε πιο θετικές απόψεις για την αστυνομία.» (4)







Στο εξωτερικό το θέμα της εγκληματοφοβίας αντιμετωπίζεται ως προτεραιότητα από την φυσική αλλά και την πολιτική ηγεσία των Σωμάτων ασφαλείας. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται για την επίτευξη αυτού του στόχου είναι αρκετοί. Ξεχωρίζουν οι διαφημιστικές καμπάνιες και η προσέγγιση των πολιτών μέσω φυλλαδίων αλλά και προσωπικών συναντήσεων προκειμένου να πειστούν πως οι φόβοι τους είναι σε πολλές περιπτώσεις παράλογοι, καθ ότι δε βασίζονται σε στοιχεία και συνεπώς ουδεμία σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Μια άλλη μέθοδος είναι η συνεννόηση με τα ΜΜΕ ώστε να γίνεται μια πιο υπεύθυνη και ρεαλιστική αναπαράσταση των γεγονότων που σχετίζονται με την εγκληματικότητα. Είναι καιρός, λαμβάνοντας υπ όψιν τις πολιτισμικές και κοινωνικές μας ιδιαιτερότητες, να κάνουμε κάτι ανάλογο και στην Ελλάδα.





                                       ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

1. Crutchfield, Robert & Bridges, George &Weis, Joseph   Crime, Pine Forge Press, 1996

2. Walker, Samuel The police in America, An introduction, McGraw Hill College, 1999

  1. Trojanowicz, Robert & Kappeler, Victor & Gaines, Larry Community policing: A contemporary perspective , Anderson Publishing, 2002

 4. The Sage Dictionary of Criminology, compiled and edited by Eugen McLaughlin and John Muncie





Τρίτη 11 Οκτωβρίου 2011

ΚΥΜΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ: MIA ΔΙΑΦΟΡΕΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ


Είναι ζοφερή η πραγματικότητα που ζούμε. Φόροι, εισφορές, ανέχεια. Κομμάτι αυτής της «εθνικής μιζέριας» είναι το κύμα εγκληματικότητας το οποίο (υποτίθεται ότι) σαρώνει την χώρα. Καθημερινά γινόμαστε αποδέκτες φρικαλέων λεπτομερειών από ληστείες μετά φόνου και βιασμών, από ΜΜΕ τα οποία μάλλον ζουν ημέρες δόξας, κάνοντας αυτό που ξέρουν καλά: Να σπέρνουν το φόβο, χωρίς επαρκή αιτιολόγηση.

Είναι όμως ακριβώς έτσι τα πράγματα?

Ας αρχίσουμε με μια βασική παραδοχή. Όλοι οι δείκτες της εγκληματικότητας βαίνουν αυξανόμενοι. Μέσω όμως των τραγικών αναπαραστάσεων από τα media, μια ακόμα παράμετρος έχει αυξητική τάση, αυτή της εγκληματοφοβίας. Ο όρος αναφέρεται στην κατάσταση όπου, ακόμα και αν ο πραγματικός κίνδυνος δεν είναι σοβαρός, κάποιοι νιώθουν φόβο με αποτέλεσμα να περιορίζουν τις δραστηριότητες τους ώστε τελικά το έγκλημα να αποκτά υπόσταση ακόμα και εκεί που δε βρίσκεται. Εν ολίγοις, αν φοβάσαι ότι θα πέσεις θύμα εγκληματικής πράξης, ακόμα και αν δε κινδυνεύεις πραγματικά, θα περιορίσεις τις μετακινήσεις, τις δουλειές και τις εξόδους σου και θα μετατρέψεις (μέσω του φόβου σου) τον κίνδυνο από ανύπαρκτο σε πραγματικό!

Ας εστιάσουμε όμως στο κυρίως θέμα. Η δεδομένη αύξηση των δεικτών εγκληματικότητας σε ορισμένα εγκλήματα (κυρίως ληστείες) δεν αποτελεί πραγματικά πρωτογενή αύξηση του φαινομένου του εγκλήματος αλλά ουσιαστικά μετατόπιση του. Εξηγούμαι:
Τις τελευταίες 2 δεκαετίες  μόνιμος στόχος των ληστών ήταν οι τράπεζες. Μάλιστα τα Media είχαν δημιουργήσει τον όρο «ληστεία της ημέρας» για να περιγράψουν την συχνότητα του φαινομένου. Την τελευταία διετία όμως, οι τράπεζες υποχρεώθηκαν δια Νόμου να εξοπλιστούν με πολύ υψηλού επιπέδου μηχανισμούς ασφαλείας, όπως τις πόρτες με ανιχνευτές μετάλλου που όλοι χρησιμοποιούμε καθημερινώς κατά τις συναλλαγές μας. Επίσης, μεγάλες επιχειρήσεις όπως super market που και αυτές αποτελούσαν τακτικό στόχο ληστών, αύξησαν σημαντικά τα μέσα ασφαλείας με θωρακισμένες χρηματαποστολές κλπ.

Τι συνέβη λοιπόν? Μια μετατόπιση του φαινομένου της ληστείας το οποίο πλέον βρίσκει πιο πρόσφορο έδαφος σε οικίες και μικρά καταστήματα στα οποία τα μέτρα ασφαλείας είναι σαφώς πιο χαλαρά. Εκεί δηλαδή που χτυπούσαν επιχειρήσεις και τραπεζικούς οργανισμούς τώρα στοχοποιούν σπίτια και μικρά καταστήματα.

Αν λοιπόν το φαινόμενο είναι εξηγήσιμο, προς τι αυτός ο σπαραγμός στα media αλλα και η ανησυχία στην κοινωνία? Ο λόγος είναι κοινωνικό-ψυχολογικός. Όσο οι ληστές είχαν ως στόχο Τράπεζες, κανένας δεν ενοχλείτο. Οι οργανισμοί είναι απρόσωποι και δεν ταυτιζόμαστε μαζί τους. Τα χρήματα είναι ασφαλισμένα, οι ληστείες ήταν τις περισσότερες φορές αναίμακτες, άρα κανένα πρόβλημα. Ίσως ακόμα κάποιοι, εμφορούμενοι από ένα στρεβλό ταξικό μίσος, να έλεγαν «καλά να πάθουν οι ..καπιταλιστές»! 

Τώρα όμως το φαινόμενο αποκτά άλλες διαστάσεις...

Τώρα κινδυνεύουν οι πάντες. Με τις τράπεζες δεν ταυτιζόμαστε με τον γείτονα μας όμως ναι. Πλέον δεν υπάρχει συγκεκριμένη στοχοποίηση, άρα ο κίνδυνος διαχέεται. Όλοι είμαστε πιθανά θύματα. Ιδίως αν κάποιος έχει υποπέσει στο «αμάρτημα» να αγοράσει ένα καλό αυτοκίνητο, αυτομάτως μπαίνει στην κορυφή της λίστας.  Όποιος έχει όμορφο σπίτι, αμέσως κινδυνεύει. Η εγκληματοφοβία φώλιασε για τα καλά στην, ήδη ταλαιπωρημένη, ψυχή του έλληνα.
Η εν λόγω φοβία όμως οδηγεί και σε λανθασμένες αναλύσεις. Συνεχώς γίνονται αναφορές στην κρίση η οποία υποτίθεται ότι οδηγεί απελπισμένους ανθρώπους στο έγκλημα. Ουδέν αναληθεστερον τούτου!

Οι κοινωνικές διεργασίες είναι χρονοβόρες και δεν λειτουργούν με «δημοσιογραφικό» τρόπο. Ένας έντιμος και νομοταγής πολίτης που ξαφνικά βρίσκεται με μειωμένα εισοδήματα δε θα βρει άμεσο καταφύγιο στο έγκλημα. Η ανατροφή και η κοινωνικοποίηση του καθώς και το αξιακό του σύστημα δε θα επιτρέψουν τέτοια «μετάλλαξη». Παρά την κρίση θεσμών που όλοι βιώνουμε, ο σεβασμός προς αυτούς είναι βαθιά ριζωμένος μέσα μας και δε μας επιτρέπει εύκολα να διαβούμε τον Ρουβίκωνα που χωρίζει τους νομοταγείς απ τους παρανόμους.

Η χώρα ζει την χειρότερη κρίση από την κατοχή. Όλοι προσπαθούμε να προσαρμοστούμε σε πρωτόγνωρες συνθήκες και όλοι έχουμε υποστεί ένα κοινωνικό σοκ. Ας μην αφήσουμε όμως τον λαϊκισμό και τις επιπόλαιες προσεγγίσεις να ευτελίσουν περισσότερο τη ζωή μας.



Καλώς σας βρήκα!

Φίλες και φίλοι,

Είμαι ο Κωνσταντίνος Δούβλης και ασχολούμαι επιστημονικά με τον χώρο της Εγκληματολογίας και της Αστυνόμευσης.

Αποφάσισα να ανοίξω αυτόν τον δίαυλο επικοινωνίας μαζί σας για να μοιραστώ σχόλια, απόψεις, προβληματισμούς για ένα θέμα τόσο επίκαιρο που αφορά όλους μας. Ένα θέμα που δυστυχώς εμπεριέχει μυθοπλασίες, ιδεοληψίες και ενίοτε χρησιμοποιείται ως μέθοδος πρόκλησης πανικού στην κοινωνία. Η σύγχρονη επιστήμη της εγκληματολογίας ρίχνει φως στην ζοφερή αυτή πραγματικότητα και θέτει τα πράγματα στις πραγματικές τους διαστάσεις.

Αντί άλλου προλόγου, σας παραθέτω άρθρο που συνέγραψα μόλις χθες και αφορά τις τελευταίες εξελίξεις στην εγχώρια εγκληματικότητα. Θα ακολουθήσει σύντομα πλήθος άρθρων που έχουν γραφεί στο παρελθόν, ώστε να δημιουργηθεί μια βάση δεδομένων από την οποία μπορούν όλοι να αντλήσουν χρήσιμες πληροφορίες.

Καλή μας αρχή λοιπόν!

Κωνσταντίνος Δούβλης